Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

η λογοκρισία

  • 1 цензура

    θ.
    1. οικονομική εφορία (στην αρχαία Ρώμη).
    2. λογοκρισία•

    подвергнуть -е υποβάλλω σε λογοκρισία•

    военная цензура στρατιωτική λογοκρισία•

    разрешено -ой επετράπηκε από τη λογοκρισία.

    Большой русско-греческий словарь > цензура

  • 2 цензура

    цензура ж η λογοκρισία
    * * *
    ж
    η λογοκρισία

    Русско-греческий словарь > цензура

  • 3 цензор

    ο λογοκριτής

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цензор

  • 4 цензура

    ценз||ура
    ж ἡ λογοκρισία.

    Русско-новогреческий словарь > цензура

  • 5 цензура

    [τσυνζούρα] ουσ. θ. λογοκρισία

    Русско-греческий новый словарь > цензура

  • 6 цензура

    [τσυνζούρα] ουσ θ λογοκρισία

    Русско-эллинский словарь > цензура

  • 7 выбросить

    -ошу, -осишь, προστκ. выбрось, κ. выброси, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выброшенный, βρ: -шен, -а, -о, ρ.σ.μ.
    1. ρίχνω, πετώ έξω•

    он -ил окурок в окно αυτός πέταξε τη γόπα έξω από το παράθυρο•

    выбросить мусор πετώ έξω τα σκουπίδια.

    || μτφ. διαγράφω, σβήνω, περικόπτω, απορρίπτω•

    в цензуре -ли основное η λογοκρισία απέρριψε το βασικό.

    || μτφ. σπαταλώ, ξοδεύω, δαπανώ άσκοπα, σκορπώ•

    выбросить зря деньги σπαταλώ τα χρήματα•

    выбросить на ветер сто рублей σκορπίζω στον αέρα (εξανεμίζω) εκατό ρούβλια.

    2. προτείνω, προβάλλω, τεντώνω, τινάζω•

    выбросить руку вправо τεντώνω το χέρι δεξιά•

    -винтовку выбросить προτείνω το τουφέκι.

    3. προπέμπω, προαποστέλλω, εξαποστέλλω.
    4. αναδίδω, εκφύω, βλαστίζω.
    5. βγάζω, ρίχνω•

    выбросить товары на рынок ρίχνω εμπορεύματα στην αγορά.

    εκφρ.
    выбросить из головы, сердца, памяти – βγάζω από το κεφάλι (νου), την καρδιά, τη μνήμη (ξεχνώ)•
    -лозунг ή призыв – ρίχνω σύνθημα•
    выбросить на улицу – α) ρίχνω, πετώ στο δρόμο, διώχνω από το σπίτι, β) στερώ των μέσων ύπαρξης, πετώ στο δρόμο.
    ρίχνομαι, πηδώ κάτω•

    он -ился из окна αυτός ρίχτηκε (έπεσε) κάτω από το παράθυρο.

    || εξοκέλλω• προσαράσσω. || ξεσπώ, βγαίνω, πετάγομαι απότομα, με δύναμη (για καπνό, φλόγα, νερό κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > выбросить

  • 8 духовный

    επ.
    1. πνευματικός, διανοητικός, ψυχικός•

    духовный мир человека ο ψυχικός κόσμος του ανθρώπου•

    -ая близость πνευματική συγγένεΐα.

    2. θρησκευτικός, εκκλησιαστικός κληρικός•

    духовный сан ιερατικό αξίωμα•

    -ые книги θρησκευτικά βιβλία•

    -ая музыка εκκλησιαστική μουσική•

    -ая цензура κληρική λογοκρισία•

    -ое лицо ο εκκλησιαστικός•

    -ое училище ιερατική σχολή.

    3. ουσ. θ. -ая η διαθήκη.
    εκφρ.
    - ое завещание – διαθήκη•
    духовный отецβλ. духовник духовный сын, -ая дочь ο εξομολογούμενος, η εξομολογούμένη.

    Большой русско-греческий словарь > духовный

  • 9 нецензурный

    επ., βρ: -рен, -рна, -рно
    απαγορευμένος από τη λογοκρισία. || μτφ. άσεμνος, απρεπής, αισχρός•

    -ые слова άσεμνα λόγια αισχρόλογα.

    Большой русско-греческий словарь > нецензурный

  • 10 перлюстрация

    θ.
    λογοκρισία αλληλογρα-φ ίας.

    Большой русско-греческий словарь > перлюстрация

  • 11 прихлопнуть

    ρ.σ.μ.
    1. χτυπώ•

    прихлопнуть рукой по столу χτυπώ το χέρι πάνω στο τραπέζι.

    || φονεύω, σκοτώνω.
    2. καταφέρω χτύπημα•

    прихлопнуть кнутом μαστιγώνω.

    3. κλείνω με κρότο•

    прихлопнуть дверь κλείνω με κρότο την πόρτα.

    4. πιάνω, μαγγώνω•

    прихлопнуть палец дверью-πιάνω το δάχτυλο με την πόρτα.

    5. απαγορεύω, κλείνω•

    цензура -ла газету η λογοκρισία έκλεισε την εφημερίδα.

    Большой русско-греческий словарь > прихлопнуть

  • 12 свирепый

    επ., βρ: -реп, -а, -о.
    1. άγριος, θηριώδης. || μτφ. θηριόψυχος, σκληρός, αμείλικτος, απηνής, αδυσώπητος. || αυστηρότατος•

    -ая цензура αυστηρότατη λογοκρισία.

    2. σφοδρός, άγριος, δριμύς•

    свирепый ветер σφοδρός άνεμος•

    -ая зима βαρύς (δριμύς) χειμώνας, βαρυχειμωνιά.

    || λυσσώδης, μανιώδης.

    Большой русско-греческий словарь > свирепый

  • 13 цензорство

    ουδ.
    λογοκρισία (σαν επάγγελμα).

    Большой русско-греческий словарь > цензорство

  • 14 цензурность

    θ.
    λογοκρισία.

    Большой русско-греческий словарь > цензурность

См. также в других словарях:

  • λογοκρισία — Η επέμβαση από μέρους της εξουσίας, ώστε να εμποδιστεί ολικά ή μερικά η με οποιονδήποτε τρόπο διάδοση ιδεών και πληροφοριών. Οι απαρχές της λ. στην Ευρώπη τοποθετούνται στην αρχαία Ελλάδα, όπου τα θεατρικά έργα, προτού διδαχθούν, υποβάλλονταν… …   Dictionary of Greek

  • λογοκρισία — η ο προληπτικός έλεγχος της κρατικής εξουσίας σε όλα τα έντυπα, τα θεάματα, την αλληλογραφία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τύπος — ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Πριν και κατά τη διάρκεια της Eπανάστασης του 1821 Η γέννηση του ελληνικού Τύπου συντελέστηκε ουσιαστικά στα τέλη του 18ου αιώνα στις περιοχές της ελληνικής διασποράς. Η οικονομική ευρωστία της… …   Dictionary of Greek

  • προληπτικός — ή, ό / προληπτικός, ή, όν, ΝΑ [προλαμβάνω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρόληψη νεοελλ. 1. αυτός που συντελεί στο να μη γίνει ή να μην εκδηλωθεί κάτι (α. «πήραν προληπτικά μέτρα για να αποφύγουν δυσάρεστες εξελίξεις» β. «προληπτική… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κινηματογράφος — ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ Η παρατεταμένη προϊστορία Στο ξεκίνημα του εικοστού αιώνα ο ελληνικός κινηματογράφος ακολουθεί κοινή πορεία με τον κινηματογράφο των υπόλοιπων μικρών περιφερειακών χωρών, οι οποίες παρακολουθούν με θαυμασμό και τάσεις… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»